- θαμάκι
- θᾰμᾰκῐ , (ς)1 often φύονται πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (v. l. θαμὰ καὶ) O. 4.27
ἕπεται δέ, Θεαῖε, εὐάγων τιμὰ θαμάκις N. 10.38
ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἕπεται δέ, Θεαῖε, εὐάγων τιμὰ θαμάκις N. 10.38
ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θαμάκι — θαμάκις poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)